- μισοῦμαι
- μῑσοῦμαι , μισέωhatepres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισούμαι — μισούμαι, μισήθηκα, μισημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: μισούμαι : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ), κυρίως όταν έχει αξία αλληλοπάθειας, όπως στη φράση: ξεμέθυστοι μισιούνται (ενν. μισεί ο ένας τον… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλομισούμαι — ( έομαι) και μισιέμαι μισούμαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν μισώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + μισώ ( ούμαι, ιέμαι)] … Dictionary of Greek
απεχθάνομαι — (AM ἀπεχθάνομαι, Α κ. ἀπέχθομαι) [έχθος] αποστρέφομαι, αντιπαθώ, μισώ αρχ. 1. παθ. γίνομαι μισητός σε κάποιον, προκαλώ το μίσος του, μισούμαι 2. εξοργίζομαι εναντίον κάποιου 3. προκαλώ το μίσος ή την οργή … Dictionary of Greek
εχθίζομαι — ἐχθίζομαι (Μ) [έχθος] 1. μισούμαι, είμαι ή γίνομαι μισητός 2. (κατά τον Φώτ.) «κακυνόμεθα, ἐχθραινόμεθα ἤ ἐχθροὺς παρασκευάζομεν» 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐχθισμένος, η, ον μισητός … Dictionary of Greek
εχθαίρω — (Α ἐχθαίρω) εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ. β. «ἵν ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παθ. εχθαίρομαι είμαι μισητός, μισούμαι (α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ. «ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῡ», Σοφ.) 2. (για πράγματα,… … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek